Νόμος 3869/2010 (“Νόμος Κατσέλη”)
Ο Νόμος 3869/2010 δίνει τη δυνατότητα σε φυσικά πρόσωπα που έχουν περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων οφειλών τους να προβούν σε ρύθμιση και απαλλαγή από το υπόλοιπο αυτών.
Ειδικότερα, ο νόμος προβλέπει 4 στάδια ρύθμισης:
1. Εξωδικαστικός συμβιβασμός: προβλέπει την υποχρεωτική απόπειρα του, η οποία αποδεικνύεται με βεβαίωση του φορέα που την έχει αναλάβει. Τον εξωδικαστικό συμβιβασμό μπορούν να αναλάβουν δικηγόροι, ο Συνήγορος του Καταναλωτή, οι καταναλωτικές οργανώσεις, κ.α.
2. Αίτηση στο Ειρηνοδικείο: η αίτηση περιλαμβάνει κατάσταση περιουσίας και εισοδημάτων οφειλέτη και συζύγου, κατάσταση απαιτήσεων πιστωτών, σχέδιο διευθέτησης οφειλών.
3. Συμβιβασμός ενώπιον Ειρηνοδικείου: ο συμβιβασμός επιτυγχάνεται με συμφωνία πιστωτών με απαιτήσεις άνω του 51% των οφειλών.
4. Δικαστική ρύθμιση οφειλών: το δικαστήριο μετά τον έλεγχο, εφόσον κρίνει ότι δεν επαρκούν τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα του οφειλέτη για την αποπληρωμή των χρεών, προχωρά στη ρύθμιση των οφειλών.
Ο νόμος περιγράφει μια περίπλοκη διαδικασία που, όμως, μπορεί να οδηγήσει σε καταβολή μικρού μέρους των οφειλών και σε οριστική απαλλαγή των υπολοίπων χρεών.
Οι πλέον ευνοημένοι είναι οι οφειλέτες εκείνοι, που δεν είναι κύριοι ακίνητης περιουσίας, πλην της πρώτης κατοικίας, και που διαθέτουν χαμηλό οικογενειακό εισόδημα.
Ειδικής πρόνοιας τυγχάνουν όσοι αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας ή τελούν σε χρόνια ανεργία ή έχουν ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών ή άλλους λόγους ίδιας βαρύτητας. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να ζητηθεί και να αποφασιστεί από το Ειρηνοδικείο ακόμη και η μηδενική καταβολή και η πλήρης απαλλαγή από τα χρέη.
Επιπλέον, ο νόμος ορίζει την απαγόρευση πλειστηριασμού μέχρι τις 31/12/2013 της κύριας κατοικίας του οφειλέτη, εφόσον η αξία της δεν υπερβαίνει το αφορολόγητο όριο απόκτησής της προσαυξημένη κατά 50% (Σημειώνεται ότι το αφορολόγητο όριο για έναν άγαμο φορολογούμενο είναι 200.000 ευρώ, οπότε η αντικειμενική αξία της κατοικίας του για να μην κινδυνεύσει με επίσπευση πλειστηριασμού δε θα πρέπει να ξεπερνά τις 300.000 ευρώ). Υπενθυμίζουμε, ωστόσο, ότι με άλλη διάταξη νόμου ήδη έχουν απαγορευτεί έως τις 31/12/2013 οι πλειστηριασμοί κατά κάθε ακίνητου περιουσιακού στοιχείου για οφειλές έως 200.000 ευρώ ανά προϊόν προς τράπεζες ή εταιρείες παροχής πιστώσεων.
Μεγάλη, όμως, προσοχή πρέπει να επιδείξουν οι δανειολήπτες γιατί ο νόμος δεν επιφέρει γενική αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης (κατάσχεση, πλειστηριασμός λοιπών περιουσιακών στοιχείων, πλην της πρώτης κατοικίας) κατά του οφειλέτη. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο με έκδοση δικαστικής απόφασης (αναστολή εκτελεστικής διαδικασίας), μετά από αίτηση του δανειολήπτη και εφόσον πιθανολογηθεί από το Δικαστήριο ότι από την εκτέλεση θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του και ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση υπαγωγής του στη ρύθμιση του νόμου. Εάν αυτό πιθανολογηθεί τότε το Δικαστήριο, που δικάζει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, χορηγεί αναστολή εκτέλεσης έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών.
Πάντως, η κανονική εκτέλεση από τον οφειλέτη – δανειολήπτη της ρύθμισης χρεών, ήτοι την καταβολή μηνιαίως και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών ορισμένου ποσού για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του συμμέτρως διανεμόμενο, επιφέρει την απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των πιστωτών.
Ο δανειολήπτης καθ΄ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας έχει καθήκον ειλικρινούς δήλωσης τόσο των περιουσιακών του στοιχείων όσο και των εισοδημάτων του. Η παράβαση αυτής της υποχρέωσης συνεπάγεται την απόρριψη του αιτήματος ρύθμισης των οφειλών με απαλλαγή.
Ιδιαίτερη είναι η αντιμετώπιση εφόσον υπάρχει ρευστοποιήσιμη περιουσία, η εκποίηση της οποίας κρίνεται απαραίτητη για την ικανοποίηση των πιστωτών. Σε αυτή τη περίπτωση ορίζεται εκκαθαριστής, έργο του οποίου θα είναι η εκποίηση της περιουσίας και η σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών.
Η προστασία της κύριας κατοικίας και η εξαίρεση της από την ρευστοποίησιμη περιουσία, συνεπάγεται την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών μέχρι του ποσού του 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου, με περίοδο χάριτος και επιτόκιο ενήμερης οφειλής ή μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου και χωρίς ανατοκισμό. Η περίοδος της τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης της οφειλής δεν μπορεί να υπερβεί τα 20 έτη.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για έναν ευνοϊκό νόμο, που αντιμετωπίζει σε ικανοποιητικό βαθμό το μεγάλο και χρόνιο πρόβλημα της υπερχρέωσης των νοικοκυριών. Δεν λείπουν, ωστόσο, και ορισμένες παγίδες, για τις οποίες πρέπει να επιδειχθεί μεγάλη προσοχή, ώστε ο δανειολήπτης να επιτύχει την καλύτερη δυνατή ρύθμιση των οφειλών του.