(+30) 210 3800670
Επικοινωνία

ΔΑΝΕΙΑ ΣΕ ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΦΡΑΓΚΟ

 

ΔΑΝΕΙΑ ΣΕ ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΦΡΑΓΚΟ (CHF) –

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΜΑΣ

Αρκετά είναι τα νοικοκυριά τα οποία έχουν εγκλωβιστεί ανυπαιτίως στη δίνη των δανείων που έχουν συναφθεί σε ξένο νόμισμα, ήτοι αυτό των ελβετικών φράγκων, οι περισσότεροι οφειλέτες των οποίων, μέχρι πρότινος, τύγχαναν ανυποψίαστοι για τις συνέπειες που τους βαρύνουν και τον κίνδυνο που καλούνται πλέον να αντιμετωπίσουν λόγω της απρόοπτης και απρόβλεπτης μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ CHFEURO. Οι οφειλέτες καταβάλλουν τις μηνιαίες δόσεις του δανείου τους πιστεύοντας ότι το άληκτο κεφάλαιο του δανείου μειώνεται σταδιακά με την καταβολή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων κάθε μήνα. Δεδομένου ότι δεν έχουν υπόψη τους και δεν γνωρίζουν το ενδεχόμενο επέλευσης κάποιου γεγονότος δυνάμενου να επηρεάσει το ύψος της οφειλής τους, όπως η αλλαγή συναλλαγματικής ισοτιμίας, είχε εύλογα δημιουργηθεί η εντύπωση ότι αφού το ποσό του δανείου τους απομειώνεται σε ελβετικά φράγκα, όπως αποτυπωνόταν στα εκάστοτε μηνιαία ενημερωτικά που λάμβαναν από την τράπεζα, απομειώνεται αντίστοιχα και το ισάξιο οφειλόμενο σε ευρώ, χωρίς να είναι εύκολα αντιληπτή η συνδρομή κάποιου παράγοντα που να ανατρέπει την εύλογη αυτή σκέψη τους. Είναι δε απολύτως λογικό κατόπιν συνεχών καταβολών που αντιστοιχούν στο ποσό της μηνιαίας ενήμερης δόσης του δανείου αποκλειστικά και μόνο να μειώνεται και όχι να αυξάνεται όπως συμβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις τέτοιου είδους δανείων.

      Αναλυτικότερα, στο στάδιο επιλογής του είδους δανείου που θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες των δανειοληπτών, οι υπάλληλοι των τραπεζών οι οποίοι σημειωτέον συνήθως δεν διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις και δη πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας Β1 ώστε να είναι σε θέση να παρέχουν εξειδικευμένες και πλήρεις πληροφορίες στους υποψήφιους πελάτες σχετικά με την αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου και την παροχή επενδυτικών συμβουλών σε ξένο νόμισμα, παρουσίασαν σε υποψήφιους πελάτες τη λύση του δανείου σε ελβετικό φράγκο που προσέφερε εκείνη την περίοδο η Τράπεζα σαν την πλέον συμφέρουσα καθώς όπως τόνιζαν εξασφάλιζε χαμηλό επιτόκιο, ήτοι, αυτό του Libor και ως εκ τούτου χαμηλότερη επιβάρυνση στη μηνιαία δόση σε σχέση με άλλα δάνεια. Ουδεμία άλλη παράμετρος ή κίνδυνος που υπέκρυπτε το εν λόγω είδος δανείου δεν επισημάνθηκε, με αποτέλεσμα πολλοί ενδιαφερόμενοι να πειστούν να συνεργαστούν και να συμβληθούν σε μία σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου με ένα επιτόκιο από το οποίο θεώρησαν ότι θα επωφεληθούν. Πρόθεση των οφειλετών στις περισσότερες των περιπτώσεων ήταν η κατάρτιση συμβάσεως απλού στεγαστικού δανείου, δεδομένου μάλιστα ότι αυτό θα εξυπηρετούσε την αγορά κατοικίας ή την ανέγερση ή την επισκευή κατοικίας, και όχι η συμμετοχή τους σε μια σύμβαση παροχής επενδυτικού προϊόντος ή χαρτοφυλακίου, τα εισοδήματα τους δε ήταν σε ευρώ, σε ευρώ θα αποπλήρωναν το δάνειο και ευρώ εντέλει τους διοχετεύτηκαν από την τράπεζα.

 Στην πραγματικότητα, λοιπόν, η εκάστοτε τράπεζα που χορήγησε τέτοιου είδους δάνεια έχει αποκομίσει οικονομικό όφελος από τις συγκεκριμένες συμβάσεις σε βάρος των δανειοληπτών δεδομένου ότι προμηθεύτηκε φθηνά ελβετικά φράγκα από τις αγορές, αποταμίευσε από τις συμβάσεις που έχει συνάψει συνολικά τεράστια ποσά σε ελβετικά φράγκα, τα οποία ουδέποτε απέδωσε στους δανειολήπτες αφού οι τελευταίοι εκταμίευσαν ποσό σε ευρώ, παρέμεινε ωστόσο η οφειλή τους σε ελβετικά φράγκα. Συγκεκριμένα, το αντίστοιχο ποσό σε ευρώ το οποίο η τράπεζα δίνει σε τρίτον στη διατραπεζική αγορά, π. χ σε άλλη τράπεζα, για να αγοράσει ποσό σε ελβετικά φράγκα, πληρώνοντας στην τελευταία το αντίστοιχο ποσό ισόποσο σε ευρώ, δεν διοχετεύει αντίστοιχα το αγορασθέν ποσό σε ελβετικά φράγκα στους δανειολήπτες, αλλά αντίστοιχο με την τρέχουσα εκείνη τη στιγμή συναλλαγματική ισοτιμία chfeuro, ποσό σε ευρώ, αποθησαυρίζοντας το ποσό των ελβετικών φράγκων.

Επομένως, είναι προφανής ο σκοπός των τραπεζών να παραπλανήσουν τους υποψήφιους πελάτες τους ως προς το αυξημένο προφίλ ρίσκου που χαρακτηρίζει την ελληνική αγορά ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων, να τους εξαπατήσουν όσον αφορά το είδος του δανείου στο οποίο πρόκειται να συμβληθούν και το συναλλαγματικό κίνδυνο που αναλαμβάνουν με μία ενδεχόμενη ανατροπή της ισοτιμίας και τέλος, να τους δελεάσει ούτως ώστε να καταρτίσουν τον συγκεκριμένο τύπο συμβάσεως μη δυνάμενοι να αναλογιστούν οιαδήποτε επίπτωση αφού όλοι οι όροι, είχαν μονομερώς προκαθοριστεί από την Τράπεζα και οι πιστούχοι έχουν μόνο μία δυνατότητα, να καταρτίσουν ή να μην καταρτίσουν τη σύμβαση. Έτσι, όλοι οι δανειολήπτες αποδέχτηκαν χωρίς δικαίωμα αντίρρησης ή διαμόρφωσης ή διαπραγμάτευσης κάποιου όρου – όχι μόνο τους γενικούς αλλά και τους ειδικούς όρους που έθεσε η εκάστοτε τράπεζα, όπως το ύψος του επιτοκίου χορηγήσεως του δανείου, ή του επιτοκίου υπερημερίας, τον ανατοκισμό των τόκων και τόκων καθυστερήσεως και τις λοιπές επιβαρύνσεις.

Οι Τράπεζες, μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις απαιτούν παράνομα, καταχρηστικά, αισχροκερδώς και αντίθετα με τα χρηστά και τα συναλλακτικά ήθη από τους δανειολήπτες να αποπληρώσουν μεγαλύτερο του αρχικώς συμφωνηθέντος κεφαλαίου μετακυλίοντας στην ουσία ολόκληρο τον συναλλαγματικό κίνδυνο από τη δυσμενή εξέλιξη της ανατροπής της συναλλαγματικής ισοτιμίας στους οφειλέτες.

Προκειμένου, λοιπόν, με τη σειρά τους οι οφειλέτες που έχουν συμβληθεί σε δάνειο ξένου νομίσματος, ήτοι αυτό του ελβετικού φράγκου, να αμυνθούν, τους δίνεται η δυνατότητα με βάση κυρίως τις διατάξεις του Ν.2251/1994 (Οδηγία 93/13) σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (140,147,149,181,200,288,388,806,914,919) να καταφύγουν στη δικαιοσύνη με την άσκηση Αναγνωριστικής Αγωγής σε βάρος της τράπεζας που κατατίθεται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ώστε να επιλύσουν δικαστικά πλέον το μείζον θέμα που έχει ανακύψει στην περίπτωσή τους και συνακόλουθα να δικαιωθούν.

Συνοπτικά, στο νομικό πλαίσιο της εν λόγω Αγωγής ανήκει η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως αυτό είχε τροποποιηθεί πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β΄ του Ν. 2741/1999, σχετικά με τους γενικούς όρους των συναλλαγών και το πώς αυτοί είναι διατυπωμένοι στη δανειακή σύμβαση με τέτοιο τρόπο κάθε φορά ώστε να δημιουργείται υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή-πελάτη τράπεζας. Ο Ν. 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση». Συγκεκριμένα, γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Οδηγίας, οι γ. ο. σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής, ενώ επίσης ελέγχεται, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας, εάν έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν.

Οι οφειλέτες με την Αγωγή τους ζητούν :

να αναγνωριστεί η ακυρότητα ή ακυρωσία των όρων που περιέχονται στη δανειακή τους σύμβαση ως αντικείμενων στις απαγορευτικές διατάξεις των νόμων άλλως να αναγνωριστεί η καταχρηστικότητά τους σύμφωνα με το Ν.2251/94 για την προστασία του καταναλωτή,

-να αναγνωριστεί ότι οι δόσεις που πρέπει να καταβάλουν θα καταβληθούν με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κατά το χρόνο υπογραφής της δανειακής σύμβασης άλλως επικουρικώς κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείσματος και να τηρηθεί αμετάβλητη καθ’ όλη την χρονική πάροδο του δανείου,

– να υποχρεωθεί η τράπεζα σε επαναπροσδιορισμό του χρηματικού ποσού που οι οφειλέτες έχουν καταβάλει αχρεωστήτως το οποίο και να αφαιρέσουν από το άληκτο κεφάλαιο του δανείου τους εντόκως για τη χρονική προθεσμία που άρχισε από την ημερομηνία της εκταμίευσης του ποσού του δανείου έως τη δικαστική επικύρωση μέρους των καταβληθέντων ως αχρεώστητο ποσό και θα λήξει μετά την πάροδο της συνολικής διάρκειας του δανείου,

να αφαιρεθούν τα κονδύλια που προκύπτουν από τη διαφορά μεταξύ των παράνομων χρεώσεων και μελλοντικών απαιτήσεων της τράπεζας και των νόμιμων χρεώσεων και μελλοντικών απαιτήσεων από τη σύναψη της σύμβασης, άλλως από την εκταμίευση του δανείου ως τη λήξη του,

να συνυπολογιστούν και να αφαιρεθούν από το υπόλοιπο της οφειλής τους σε ευρώ το ποσό που έχουν ήδη καταβάλει,

– να υποχρεωθεί η τράπεζα να ανέχεται στο εξής καταβολές δόσεων με βάση την ισοτιμία που ίσχυε κατά την εκταμίευση του δανείου,

Στο πλαίσιο της εξειδίκευσης που διαθέτει το γραφείο μας στο ζήτημα των τραπεζικών οφειλών, έχουμε ασκήσει αγωγές για το ελβετικό φράγκο, και ήδη σημειώθηκε μια σημαντική επιτυχία με την έκδοση της υπ΄ αριθ. 7209/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ασφαλιστικά Μέτρα), με την οποία υποχρεώνεται η τράπεζα να αποδέχεται την καταβολή της μηνιαίας δόσης του στεγαστικού δανείου των οφειλετών με τη συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού φράγκου – ευρώ όπως αυτή καθορίστηκε κατά την υλοποίηση της εκταμίευσης του ποσού του δανείου και προσδιορίζεται σε 1,6519 ελβετικά φράγκα ανά 1 ευρώ αντί της εκάστοτε τρέχουσας ισοτιμίας που έχει κατρακυλήσει σχεδόν στο 1CHF/1€.

Η απόφαση αυτή δημιουργεί ουσιαστικό νομολογιακό προηγούμενο στα Δικαστήρια που αναλαμβάνουν την εκδίκαση τέτοιου είδους υποθέσεων.

Επί της ουσίας το Δικαστήριο δέχθηκε τους ισχυρισμούς των οφειλετών ότι εξαπατήθηκαν και πλανήθηκαν από την τράπεζα αφού στο στάδιο επιλογής του είδους δανείου που θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες των δανειοληπτών οι υπάλληλοι των τραπεζών παρουσίασαν στους δανειολήπτες τη λύση του δανείου σε ελβετικό φράγκο που προσέφερε εκείνη την περίοδο η Τράπεζα σαν την πλέον συμφέρουσα καθώς όπως τόνιζαν εξασφάλισε χαμηλό επιτόκιο ήτοι αυτό του Libor, και ως εκ τούτου χαμηλότερη επιβάρυνση στη μηνιαία δόση σε σχέση με άλλα δάνεια.Ουδεμία άλλη παράμετρος ή κίνδυνος που υπέκρυπτε το εν λόγω είδος δανείου δεν επισημάνθηκε με αποτέλεσμα οι εν λόγω οφειλέτες να πειστούν, να συνεργαστούν και να συμβληθούν στο συγκεκριμένο είδος σύμβασης. Τελικά, λόγω της αλλαγής της ισοτιμίας κατέληξαν να οφείλουν υπέρογκο ποσό σε σχέση με αυτό που δανείστηκαν αρχικά, δεδομένων και των καταβολών στις οποίες έχουν προβεί επί οκτώ συναπτά έτη χωρίς καμία καθυστέρηση.

Η απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα πως η τράπεζα, όσον αφορά την απόδοση του εν λόγω δανείου, δεν μπορεί να εφαρμόζει συναλλαγματική ισοτιμία διαφορετική από εκείνη, που ίσχυε κατά την αποδέσμευση του κεφαλαίου του δανείου και θεωρεί δικαιολογημένο και εύλογο πως με βάση αυτή, δηλαδή την συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε την ημέρα της εκταμίευσης του ποσού του δανείου, θα πρέπει να υπολογίζει και τις καταβολές σε ευρώ που οι δανειολήπτες πραγματοποιούν προς εξόφληση του δανείου τους. Με αυτό τον τρόπο, λοιπόν, ο Δικαστής καλύπτει και συμπληρώνει το κενό που δημιουργείται από την ακυρότητα του όρου της σύμβασης που κρίθηκε καταχρηστικός, σύμφωνα με τον οποίο οι οφειλέτες ήταν υποχρεωμένοι να εκπληρώσουν τις απορρέουσες από τη σύμβαση υποχρεώσεις τους προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής.

Συγκεκριμένα, οι εν λόγω οφειλέτες που έλαβαν στις 31-07-2007 το ποσό των 237.500,00 ευρώ και παρά τη συνεχή και αδιάλειπτη από μέρους τους καταβολή των μηνιαίων ενήμερων δόσεων του επιδίκου δανείου επί επτά (7) συναπτά έτη που υπολογίζεται συνολικά στο ποσό των 93.377,64€, στις 19-02-2015 το ποσό της οφειλής τους σε ευρώ, σύμφωνα με την Τράπεζα, ανερχόταν στα (320.387,27CHF / 1,0796=) 296.764,79 ευρώ, δηλαδή όχι μόνο δεν έχει απομειωθεί, αντιθέτως το χρέος φαίνεται να έχει αυξηθεί κατά (296.764,79€ – 237.500,00€ =) 59.264,79 ευρώ. Με την αγωγή τους, λοιπόν, οι δανειολήπτες ζητούν να συνυπολογιστεί και να αφαιρεθεί από το κεφάλαιο του δανείου τους το ποσό που έχουν ήδη καταβάλει όλο αυτό το χρονικό διάστημα προκειμένου να μην χαθεί στη μαύρη τρύπα της ισοτιμίας.

Το Δικαστήριο μάλιστα πιθανολόγησε τη θετική έκβαση της αγωγής, που έχουν ασκήσει οι οφειλέτες στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δεχόμενο τους ισχυρισμούς τους περί καταχρηστικότητας των γενικών όρων συναλλαγών της σύμβασης. Ο προαναφερόμενος, μάλιστα, όρος που ήταν προδιατυπωμένος από την Τράπεζα και δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων, κατά το μέρος που ρυθμίζει την ισοτιμία με βάση την οποία θα μετατρέπονται σε ελβετικά φράγκα οι τυχόν καταβολές σε ευρώ που πραγματοποιούν οι οφειλέτες καθ’ όλη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου τους, πιθανολογήθηκε πως είναι αόριστος και ασαφής και επομένως καταχρηστικός και άκυρος.

 

Πρόσφατα άρθρα

Αρχείο

GDPR

  • Cookies
  • Απαραίτητα cookies

Cookies

Απαραίτητα cookies